- πριμιτιβιστής
- ο, Νβλ. πριμιτίφ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πριμιτιβιστής — ο 1. οπαδός του πριμιτιβισμού. 2. καλλιτέχνης της τεχνοτροπίας του πριμιτιβισμού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πριμιτίφ — και πριμιτιβιστής, ο, Ν άκλ. χαρακτηρισμός αποδιδόμενος σε Ιταλούς ζωγράφους τού 14ου και 15ου αιώνα και, κατ επέκταση, σε άλλους Ευρωπαίους προαναγεννησιακούς ζωγράφους τού τέλους τού Μεσαίωνα καθώς και σε σημερινούς αυτοδίδακτους καλλιτέχνες,… … Dictionary of Greek